μπάσιμο — το, ατος 1. η είσοδος: Το μπάσιμο στο κρύο νερό πρέπει να γίνεται σιγά σιγά. 2. το να μαζεύει ένα ύφασμα όταν βραχεί: Με το μπάσιμο θα σου κοντύνει το παντελόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάλσιμο — το [βάλλω] 1. τοποθέτηση 2. εισαγωγή, μπάσιμο … Dictionary of Greek
έμπα — το (από την προστακτ. αορ. του ρ. μπαίνω) 1. το μπάσιμο, η είσοδος: Γυρίζω από τ αγύριστο ταξίδι, από τους τόπους π όλο το έμπα ξέρουνε και που ποτέ το έβγα (Κ. Παλαμάς). 2. το μέρος από όπου μπαίνει κανείς, η πύλη, η είσοδος: Βάζει τρανό λιθάρι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπασμα — το, ατος 1. η είσοδος, το μπάσιμο: Το έμπασμα του φαγητού στην κοιλιά. 2. ο χώρος αμέσως μετά την είσοδο, η μπασιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
είσοδος — η πληθ. οι και ες 1. το μπάσιμο, το έμπα: Απαγορεύεται η είσοδος. 2. το μέρος απ όπου μπαίνει κανείς σε κάποιο χώρο, η μπασιά: Στεκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας. 3. η συμμετοχή για πρώτη φορά σε κάποιο οργανωμένο σύνολο ανθρώπων: Είσοδος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εισαγωγή — η 1. είσοδος, εισδοχή, μπάσιμο: Εισαγωγή υποψηφίων στη νομική σχολή. 2. η αγορά εμπορευμάτων από το εξωτερικό: Απαγορεύτηκε η εισαγωγή πορνογραφημάτων. 3. στον πληθ., εισαγωγές, οι το σύνολο των εμπορευμάτων που εισάγει μία χώρα από αγορές του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εισχώρηση — η η είσδυση, η είσοδος, το μπάσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπασιά — η η είσοδος, το μπάσιμο: Έκλεισε την μπασιά για να μη φύγουν τα άλογα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)